- χαράτσωμα
- -ώματος, το, Ν [χαρατσώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρατσώνω, η επιβολή και είσπραξη κεφαλικού φόρου2. μτφ. α) η επιβολή βαριάς φορολογίας ή μεγάλου και αναιτιολόγητου προστίμου σε κάποιονβ) απόσπαση χρημάτων με εύσχημο τρόπογ) κάθε βαριά αναγκαστική δαπάνη.
Dictionary of Greek. 2013.